- παραθαλασσίας
- παραθαλασσίᾱς , παραθαλάσσιοςbeside the seafem acc plπαραθαλασσίᾱς , παραθαλάσσιοςbeside the seafem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ηπειρογενής — ἠπειρογενής, ές (Α) ο κάτοικος μεσογειακής, ηπειρωτικής περιοχής σε αντίθεση με τον νησιώτη και τον κάτοικο παραθαλάσσιας περιοχής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήπειρος + γενής < γένος (πρβλ. γη γενής, ομο γενής)] … Dictionary of Greek
παραλιώτης — ὁ, Α ο κάτοικος παραθαλάσσιας περιοχής. [ΕΤΥΜΟΛ. < παραλία + κατάλ. ώτης (πρβλ. ηπειρ ώτης)] … Dictionary of Greek
όρεγκον — (Oregon). Ομόσπονδη Πολιτεία (251.180 τ. χλμ., 2.842.321 κατ.) των βορειοδυτικών ΗΠΑ. Πρωτεύουσα είναι το Σάλεμ (107.786 κάτ.), βιομηχανικό κέντρο στη δεξιά όχθη του Ουϊλάμητ. Βρέχεται από τον Ειρηνικό ωκεανό στα Δ και συνορεύει με τις ομόσπονδες … Dictionary of Greek
Αμερική — I (America) Μία από τις πέντε ηπείρους του πλανήτη μας· γεωγραφικά χωρίζεται σε τρία τμήματα, τη Βόρεια Α., την Κεντρική Α. (μαζί με τα νησιά της Καραϊβικής θάλασσας) και τη Νότια ή Λατινική Α. Πολιτικά, τα τελευταία χρόνια έχει επικρατήσει η… … Dictionary of Greek
Βορειοαμερικανικές Κορδιλιέρες — Ο όρος κορδιλιέρα, που χρησιμοποιείται γενικά για να χαρακτηρίσει μακρές οροσειρές παράλληλες μεταξύ τους, χρησιμοποιείται στη Βόρεια Αμερική για ολόκληρη την ορεινή περιοχή που ορίζεται από τις οροσειρές της Αλάσκα, των Βραχωδών Ορέων και της… … Dictionary of Greek
Βουλόνη — (Boulogne sur Mer). Πόλη (44.700 κάτ. το 1999) της βόρειας Γαλλίας, στις εκβολές του ποταμού Λιαν, στο στενό της Μάγχης, που υπάγεται διοικητικά στον νομό Πα ντε Καλέ. Είναι χτισμένη στην τοποθεσία του αρχαίου ρωμαϊκού λιμανιού Gesoriacum, που… … Dictionary of Greek
Ουάσινγκτον — I (Washington). Πόλη (617000 κάτ. αλλά περισσότεροι από 3 700 000 στο πολεοδομικό συγκρότημα), πρωτεύουσα των Ηνωμένων Πολιτειών. Βρίσκεται στο Διαμέρισμα Κολούμπια, ένα μικρό ομοσπονδιακό έδαφος (174 τ. χλμ.), στη συμβολή του Ανακόστια με τον… … Dictionary of Greek
Υδάρνης — Όνομα Περσών στρατηγών και μεγιστάνων. 1. Πέρσης στρατηγός, γιος του Υδάρνη, που ηγήθηκε 10.000 επίλεκτων Περσών που τους ονόμαζαν «αθάνατους», γιατί όταν κάποιος απ’ αυτούς πέθαινε ή σκοτωνόταν τον αντικαθιστούσαν αμέσως με άλλον. Όταν ο Ξέρξης… … Dictionary of Greek